ορδή — η 1. απειθάρχητο στίφος, συρφετός, μπουλούκι, που συνήθως επιδίδεται σε βιαιοπραγίες και καταστροφές 2. τύπος κοινωνικής οργάνωσης νομαδικών συνήθως συνόλων αποτελούμενος από μικρό αριθμό οικογενειών, με 30 έως 50 άτομα συνολικά, που αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… … Dictionary of Greek
Γιακουμπόβσκι, Αλεξάντρ Γιούργεβιτς — (1886 – 1953). Ρώσος ιστορικός και αρχαιολόγος, ειδικός ανατολιστής. Ο Γ. έγραψε πλήθος μελετών που ρίχνουν φως στην ιστορία των λαών της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Από τα σπουδαιότερα έργα του σημειώνουμε τα βιβλία του Η Σαμαρκάνδη τον καιρό… … Dictionary of Greek
Ογκντάι — (1185; – Καρακόρουμ 1241). Μεγάλος Χάνος των Μογγόλων. Γιος του Τζεγγίς Χαν που τον υπέδειξε ως διάδοχο του, δέχτηκε επίσημα το αξίωμα αυτό από τη συνέλευση μόνο τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του. Αν και δεν υπήρξε εξαιρετικά σπουδαίος… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek